- πριμοδοτώ
- Νεπιχορηγώ γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι οικονομικοί στόχοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πριμ «έκτακτο χρηματικό ποσό» + -δοτώ (< -δότης < δότης), πρβλ. χρηματο-δοτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριμοδοτώ — πριμοδοτώ, πριμοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πριμοδοτώ — ησα, ήθηκα, επιδοτώ κάποιο προϊόν, κυρίως γεωργικό: Η κυβέρνηση θα πριμοδοτήσει φέτος τα μπαμπάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριμοδότηση — η, Ν [πριμοδοτώ] 1. (οικον.) η παροχή χρηματικής αμοιβής για ενθάρρυνση ή στήριξη μιας δραστηριότητας, αλλ. επιχορήγηση 2. φρ. α) «πριμοδότηση εξαγωγών» (οικον.) i) η εκ μέρους τού κράτους κάλυψη μέρους τού κόστους παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων… … Dictionary of Greek